Παλαιστῖνοι

Παλαιστῖνοι
Παλαιστῖνος
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Филистимляне — (егип. Pulasti, евр. Pelištim, ассир. Palastu, греч. библ. Φυλιστιείμ; классич. Παλαιστϊνοι; народная этимология αλλόφυλοι = иноплеменницы перевода LXX) народ, давший свое имя Палестине. Источники для знакомства с его историей скудны. Он… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμικό κίνημα — Γενικός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγραφεί η αφύπνιση του Ισλάμ ως πολιτικο θρησκευτικής ιδεολογίας που εκφράζεται είτε ως επιδίωξη εγκαθίδρυσης της ισλαμικής εξουσίας στις χώρες του Ισλάμ είτε ως πλήρης επιστροφή στις απαρχές της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”